- ἀμαλητόμος
- ἀμαλητόμοςreapermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμαλητόμος — ἀμαλητόμος, ον (Α) αυτός που κόβει τα στάχυα, θεριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμάλη + τομος < τόμος < τέμνω] … Dictionary of Greek
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek